σαλσόλα

σαλσόλα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια χηνοποδιίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salsola < ιταλ. salsola «είδος φυτού» < salso (< λατ. salsus «αλατισμένος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άλκαλι — το χημ. συνοπτική ονομασία κυρίως τών μετάλλων τών αλκαλίων (Li, Na, Κ, Cs, Rb, Fr), αλλά και τών υδροξειδίων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος. πρβλ. αγγλ. alkali, < γαλλ. alkali < αραβ. al galīy «τέφρα τών φυτών σαλσόλα και σαλικορνία» < galay… …   Dictionary of Greek

  • τσένερη — και τσήνερη, η, Ν κοινή ονομασία τού φυτού σαλσόλα, γνωστού παλαιότερα με τη λόγια ονομασία σοδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. προέλευσης τ. ο οποίος απαντά στην Κύπρο] …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… …   Dictionary of Greek

  • Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”